προστυπώ

προστυπώ
-όω, Α [πρόστυπος]
προσκολλώ ή προσαρμόζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο έτσι ώστε να λάβει ορισμένο σχήμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προστύπωσις — ώσεως, ἡ, Α [προστυπῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προστυπῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”